Κορινθιακή Σταφίδα

Στην αρχαία Ελλάδα σταφίδα ονόμαζαν τον αποξηραμένο καρπό της σταφιδαμπέλου και την ίδια τη σταφιδάμπελο. Οι σταφίδες συνόδευαν το κρασί στα συμπόσια και χρησιμοποιούντο σε φαγητά και γλυκά. Στα βυζαντινά χρόνια συνέχιστηκε η χρήση τους στη μαγειρική, μεγάλες ποσότητες όμως καταναλώνονταν στη διάρκεια μεγάλων νηστειών της Χριστιανοσύνης. Την εντατικοποίηση όμως της σταφίδας την προκάλεσαν οι Ενετοί, αρχικά στην Πελοπόννησο και αργότερα στα Επτάνησα.

Από τα μέσα του 14ου αιώνα η μαύρη σταφίδα καλλιεργείται συστηματικά στη ΒΔ Πελοπόννησο (Κορινθία, Αχαΐα, Ηλεία,) και στις αρχές του 16ου αιώνα διαδόθηκε και στα Ιόνια νησιά (Κεφαλονιά, Ζάκυνθος). Στις αρχές του 19ου αιώνα η σταφίδα είναι το κορυφαίο εξαγωγικό προϊόν της Ζακύνθου στη Δυτική Ευρώπη ενώ στη Πελοπόννησο ο πόλεμος και οι καταστροφές ανέστειλαν την παραγωγή της. Αμέσως μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγωνα (1830), τα αμπέλια ξανακαλλιεργήθηκαν με σταφιδάμπελα και οχι με κρασάμπελα. Οι Εγγλέζοι ανέλαβαν μονοπωλιακά την εκμετάλλευση της σταφίδας που την χρησιμοποιούσαν για τα κέικ και τις πουτίγκες τους.

Στην διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα η κορινθιακή σταφίδα είχε αναδειχθεί σαν το πρώτο εξαγόμενο προϊόν από την ελληνική οικονομία και ήταν για την ελληνική οικονομία ότι ο καφές για την Βραζιλία
Το προϊόν αυτό έφτασε να καλύπτει 50% - 75% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας, οι δε αγρότες της δυτικής και βορειοδυτικής Πελοποννήσου επεξέτειναν τις αμπελοφυτείες σε πρωτοφανείς διαστάσεις, περιορίζοντας ταυτόχρονα όλες τις άλλες καλλιέργειες. Απο τη θάλασσα μέχρι τις ράχες των βουνών σε 1000 μέτρα υψόμετρο απλωνόταν οι σταφιδοκαλλιέργεις.
Η σταφίδα ήταν το μοναδικό προϊόν που προσεκόμιζε τόσα κέρδη δημιουργώντας έτσι στην Ελλάδα μια εύρωστη εμπορική αστική τάξη με σπουδαίες επιπτώσεις πάνω στο σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας.

Γύρω από το εμπόριο της σταφίδας, και κάτω απο τον έλεγχο των μεγαλοεμπόρων πλέχτηκε σιγά-σιγά ένα δίκτυο δραστηριοτήτων καθώς η σταφίδα απαιτούσε ένα ολόκληρο φάσμα απασχολήσεων. Από τον μικρό σταφιδοπαραγωγό μέχρι τον μεγάλο, τον μικρέμπορο του χωριού ως τον έμπορο της ενδιάμεσης πόλης και τον μεγαλέμπορο, τους εκτελωνιστές και τους τελώνες, τους τραπεζίτες, τους μεσίτες, τους παραγγελιοδόχους, τους ασφαλιστές και τους δικηγόρους, αλλά και τους φορτωτές, τους μαουνιέρηδες ως και τους εργάτες κατασκευής κιβωτίων.
Ενας νέος κόσμος ζει και αναπτύσσεται, η «κοινωνία της σταφίδας». Στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Πάτρα ­ κατ' εξοχήν πόλη-λιμάνι που οργανώνει την παραγωγή του προϊόντος και ελέγχει τις εξαγωγές, ο Πύργος (η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή της Ελλάδας συνδέει τον Πύργο με το Κατάκωλο και αφορά στην μεταφορά της σταφίδας), το Αίγιο αλλά και στα χωριά και στις κωμοπόλεις, όπως το Ξυλόκαστρο, τα Λεχαινά, οι Γαργαλιάνοι ή τα Φιλιατρά, όλη η ζωή και οι δραστηριότητες των κατοίκων καθορίζονται από τη σταφίδα.

Στην κοσμοπολίτικη Πάτρα αλλά και στα πλούσια χωριά η βελτίωση του επιπέδου ζωής είναι φανερή: «Τα σπίτια των τα μετέβαλον εις μικρά ανάκτορα από έποψιν χλιδής και βαρυτίμου επιπλώσεως. Επιπλα που ο κ. Συγγρός δεν τα ωνειρεύθη διά το μέγαρόν του» γράφει η «Ακρόπολις» το 1894 για τους κατοίκους του Πύργου.

Από τη σταφίδα εξαρτιόταν όχι μόνο ο “κόσμος της σταφίδας” αλλά κι ολόκληρη η ελληνική οικονομία αφού η διεθνής ζήτηση και το διεθνές χρηματιστήριο τιμών είχαν καθοριστική σημασία στις τιμές της. Οι νέες αγορές και η αύξηση των πωλήσεων προκαλούσαν μεγάλα κέρδη, η πτώση των τιμών και της ζήτησης τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο. Η σημαντικώτερη περίοδος ανάπτυξης ήταν το 1879 όταν η Γαλλία αναγκάστηκε να παραγεί κρασί απο σταφίδα, λόγω της φυλλοξήρας που έπληξε τα γαλλικά αμπέλια, και επιστράτευσε την κορινθιακή σταφίδα.

Η κρίση του 1893 όμως ήταν βαθιά, με σοβαρές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Το αντίκτυπό της το αισθάνθηκε η κοινωνία στο σύνολό της, και ολόκληροι πληθυσμοί έφθασαν στα όρια απόγνωσης. Το “σταφιδικό πρόβλημα” είχε φθάσει στο αποκορύφωμα του. Οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί με τους συνεχείς αγώνες, συλλαλητήρια, παραστάσεις στο κοινοβούλειο και τον βασιλειά, πετυχαίνουν κάποιες ευνοϊκές διευθετήσεις, όπως η παρακράτηση της σταφίδας. Το κράτος αναγκάζεται να ασκήσει παρεμβατική πολιτική, τα θετικά αποτελέσματα όμως μειώνονταν λόγω της πολυπλοκότητας των συμφερόντων των άμεσα ενδιαφερομένων μερών. Οι διαφορές που χώριζαν τους σταφιδοπαραγωγούς πληθυσμούς λόγω των τοπικών αντιτιθεμένων συμφερόντων –τα γενικά μέτρα για την προστασία της σταφίδας αδικούσαν τις περιοχές που παρήγαγαν καλύτερες ποιότητες- ήταν τόσο μεγάλες ώστε να θεωρηθεί οτι η χώρα έζησε το «Δεύτερο Πελοποννησιακό Πόλεμο».

Η κατάρρευση του σταφιδεμπορίου ήταν πλέον γεγονός, με ανεπανόρθωτα πλήγματα την τοπική οικονομία και την κοινωνία. Η εκτόνωση της εκκρηκτικής κατάστασης επήλθε μ’ένα τεράστιο κύμα μετανάστευσης. Πάνω από 350.000 κάτοικοι των περιοχών αυτών μετανάστευσαν μεταξύ του 1890 και του 1915 κύρια προς την Αμερική.

Τον Αύγουστο του 1925 ιδρύεται ο Αυτόνομο Σταφιδικός Οργανισμός (Α.Σ.Ο) για την προστασία της καλλιέργειας και εμπορίας της Κορινθιακής Σταφίδας και παιζει κυρίαρχο ρόλο στη σταφίδα. Το Κράτος επιχειρεί να βρει λύσεις στο σταφιδικό πρόβλημα μέσω της ελληνικής αγοράς και της βιομηχανικής μετατροπής της σταφίδας. Ιδρύονται σταφιδεργοστάσια, οινοποιεία, ποτοποιεία, οινοπνευματοποιεία που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να σημαδεύουν το τοπίο και να θυμίζουν τα χρόνια της σταφίδας, που σφράγισαν την ιστορία της περιοχής και των ανθρώπων της για πάνω από εκατό έτη.

Στις μέρες μας η καλλιέργεια της Κορινθιακής σταφίδας έχει περιορισθεί στα ημιορεινά και ορεινά μέρη ενώ στα πεδινά επικράτησαν οι καλλιέργειες των εσπεριδοειδών που χρειάζονται πιό γλυκό κλίμα. Οι κύριες κατηγορίες της -οι οποίες διακρίνονται ανάλογα με την ποιότητά τους, είναι, κατά σειρά προτεραιότητας- η "Vostizza", η "Gulf" και η "Provincial". Η ποιότητα “ Βοστίτσα” -έχει καταχωρηθεί ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.) από το 1993-. θεωρείται ως η ανώτερη ποιότητα Κορινθιακής σταφίδας και ξεχωρίζει για το υπέροχο άρωμα και την μοναδική γεύση της.
Παναιγιάλειος Ένωση Συνεταιρισμών.
Η Παναιγιάλειος Ένωση Συνεταιρισμών (Π.Ε.Σ.) ιδρύθηκε το 1935 στο Αίγιο Αχαΐας και είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας Κορινθιακής σταφίδας τύπου "ΒΟΣΤΙΤΣΑ".

Αποτελείται από 59 πρωτοβάθμιους αγροτικούς συνεταιρισμούς, με σύνολο 6.000 περίπου ενεργών μελών. Οι βιομηχανικές δραστηριότητες αναπτύσσονται σε ένα νέο και σύγχρονο ιδιόκτητο χώρο 100 στρεμμάτων που περιλαμβάνει εργοστάσια σταφίδας, συσκευασίας εσπεριδοειδών και τυποποίησης ελαιολάδου.
Οι σπουδαιότερες δραστηριότητες της Π.Ε.Σ. είναι η επεξεργασία και εξαγωγή της Κορινθιακής σταφίδας, η επεξεργασία και εξαγωγή εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου, η συσκευασία και εξαγωγή εσπεριδοειδών, η επεξεργασία και εξαγωγή προϊόντων βιολογικής γεωργίας. Πριν δω τον Συνεταιρισμό του Αιγίου και την κατεργασία της σταφίδας οδηγήθηκα στην περιοχή Κουνινά, σε υψόμετρο 700 μέτρων, μισή ώρα δρόμος, για να παρακολουθήσω την φάση του στεγνώματος. Κατά την διαδρομή δεξιά και αριστερά βρισκόνταν απλωμένος στα “αλώνια” -ειδικά διαμορφωμένοι υπαίθριοι χώροι– ο καρπός της μαύρης σταφίδας που συλλέγεται συνήθως τον μήνα Αύγουστο. Το αλώνι της οικογένειας Τραγότσαλου βρισκόταν στις κουφές των βουνών, σ’ ένα μοναδικό τοπίο. Τρείς γενιές σταφιδοπαραγωγών, ο παππούς, ο πατέρας και γιός δουλεύαν μαζί στη “μάκενα”, μιά εγκατάσταση όπου μέσω ενός κοσκίνου απορρίπτονται τα περιττά σώματα και ξεχωρίζοταν η χοντρή από την ψιλή ρόγα. Η επεξεργασία αυτή είναι γνωστή ως "μακενάρισμα" εκ του μάκενα, η μηχανή στα ιταλικά. Είχαν προηγηθεί οκτώ ημέρες (εξαρτάται και από τον καιρό) ξήρανσης στις “τσιβιέρες” απο την μιά, πλευρά και άλλες 2-3 ημέρες απο την άλλη. Στο αγροτόσπιτο-αποθήκη πού βρίσκονται, τα εργαλεία, τα κιβώτια μεταφοράς ξαποστάσαμε ήπιαμε δυό ρακές, μασουλώντας σταφίδες κι ακούσαμε δυο τρείς σοφές κουβέντες από την νεώτερη γενιά: “Η δουλειά του αγρότη είναι δύσκολη αλλά έχει και χαρές της… βλέπεις τους καρπούς των κόπων σου, έχεις και την ελευθερία σου, αν μείνω μιά μέρα σ’ ένα γραφείο θα πνιγώ. Tριάντα στρέμματα σταφίδας αντιστοιχούν σε δέκα τόννους σταφίδα. Έχουμε και κάποιες άλλες καλλιέργειες, ελιές μποστάνια, δουλεύουμε σκληρά όλο το χρόνο και τα βγάζουμε πέρα». Επιστρέψαμε στο εργοστάσιο.

Η πρώτη εντύπωση που σχηματίζεις οταν επισκέπτεται κανείς της εγκαταστάσεις της Ένωσης είναι η τάξη και η οργάνωση. Ηταν μέρες συγκέντρωσης της σταφίδας στο προαύλειο. Αγροτικά αυτοκίνητα, τρακτέρ, φορτηγά, σαν μέλισσες φέρναν τον καρπό σε ομοιόμορφα κόκκινα πλαστικά κιβώτια, τα οποία αποστειρώνονται από την εταιρία. Ένα κλαρκ έπαιρνε ένα-ένα τα κιβώτια και τα έρριχνε σ’ εναν συλλεκτήρα. Εδώ θα ξεχωριζόνταν πάλι η σταφίδα κατά μεγέθη και θα παιρνόταν συνεχώς δείγματα προϊόντος ανά παραγωγό. Από εκεί σε ταινιόδρομους ο καρπός κατευθύνθηκε στο εργοστάσιο. Η είσοδος ήταν σαν να μπαίναμε σε νοσοκομείο. Αποστήρωση υποδημάτων, στολές και δικτάκια για την κάλυψη των μαλλιών. Οι βιομηχανικοί χώροι αστράφταν απο καθαριότητα. Η όλη διαδικασία γίνεται σύμφωνα με τις αυστηρές προδιαγραφές, δηλαδή ποιοτικός έλεγχος και κατάταξη, απεντόμωση και αποθήκευση στις σύγχρονες αποθήκες σύμφωνα με τους αυστηρότερους κανόνες υγιεινής. Οι υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις ανταποκρίνονται στα υψηλότερα πρότυπα τεχνολογίας (με μηχανήματα διαλογής laser, x-rays) και υγιεινής ώστε να διασφαλίζεται η άριστη ποιότητα του προϊόντος. Η λειτουργία του εργοστασίου σταφίδας -όπως έμαθα- είναι σύμφωνη με τα διεθνή συστήματα διασφάλισης ποιότητας Hazard Analysis Critical Control Point (ISO 22000) από το 1994. Εντυπωσιασμένος από τον τεχνολογικό εξοπλισμό, το μικροβιολογικό εργαστήρι και τον συνδιασμό υψηλής τεχνολογίας με χειροποίητη εργασία, συζήτησα με στελέχη της Ένωσης όπου μου λυθήκαν πολλές απορίες αλλά και ξεκαθαρίστηκαν πολλά πράγματα ως προς την σύγχρονη πραγματικότητα.

“Η Ελλάδα το 1980 παρήγαγε 70.000 τόνους μαύρης σταφίδας. Τόσο ήταν και το πλαφόν ασφαλείας της Ευρωπαικής Ένωσης (μόνο η Ελλαδα παρήγαγε μαύρη σταφίδα). Σήμερα η ελληνική παραγωγή έχει περιορισθεί στους 25.000 τόνους που προέρχονται από την καλλιέργεια περίπου 120.000 στρεμμάτων. Τα 40.000 βρίσκονται στην Αιγιαλεία και κάθε χρόνο, η Π.Ε.Σ. διαχειρίζεται άνω του 80% της σταφίδας της ευρύτερης περιοχής και το 60% της σταφίδας της ευρύτερης Πελοποννήσου. Μα το πιό εντυπωσιακό είναι ότι το 95% της παραγωγής δηλαδή γύρω στους 10.000 τόνους φεύγει σε συσκευασίες δέκα κιλών, σταφίδα Κορινθίας υψηλών προδιαγραφών στο εξωτερικό. Η Αγγλία, η Ολλανδία, η Γαλλία, η Αυστραλία, η Ρωσσία είναι με σειρά προτεραιότητας οι καλύτεροι πελάτες. Από το 1980 ο Συνεταιρισμός είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής του ΜARK AND SPENCER και των δορυφορικών του εταιριών. Ο μοναδικός ανταγωνιστής της κορινθιακής σταφίδας, που κατέχει το 70% της παγκόσμιας παραγωγής (Αυστραλία, Αμερική οι υπόλοιποι παραγωγοί) είναι η σταφίδα σουλτανίνα η οποία παίρνει μερίδιο της δικής της αγοράς καθότι είναι φθηνότερη. Στην Ελλάδα παράγονται στην Κρήτη γύρω τους 10.000 τόνους αλλά ο μέγας ανταγωνιστής είναι η Τουρκία με μιά παραγωγή 300.000 τόνων ετησίως.»

Η σταφίδα προϊόν που έκφρασε εποχές πλούτου και ευημερίας, αλλά και δυστυχίας όταν στην κατοχή οι σταφίδες συντήρησαν κόσμο και κοσμάκη, επιδιώκει σήμερα να ξαναενταχθεί στη ζωή μας ως ένα πολύτιμο προϊόν υψηλής θρεπτικής σημασίας και μοναδικής γεύσης.....